θεαίτητος

θεαίτητος
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθηματικός (4ος αι. π.Χ.). Πέθανε νεότατος από αρρώστια που του μεταδόθηκε στον πόλεμο. Από τον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα, που είναι αφιερωμένος σε αυτόν, συνάγεται ότι υπήρξε μαθητής του Θεόδωρου του Κυρηναίου και ότι ήταν αρκετά προσφιλής στον συγγραφέα. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους μαθηματικούς της αρχαίας Ελλάδας. Φαίνεται πως η ταξινόμηση των ασύμμετρων αριθμών, που προέρχονται από την εξαγωγή της τετραγωνικής ρίζας, η οποία περιλαμβάνεται στο δέκατο βιβλίο των Στοιχείων του Ευκλείδη είναι έργο του Θ. Στον ίδιο αποδίδεται, επίσης, η κατασκευή του κανονικού οκτάεδρου και εικοσάεδρου. 2. Επιγραμματοποιός από την Κυρήνη (3ος αι. π.Χ.). Ο Καλλίμαχος, σύγχρονος και φίλος του, του αφιέρωσε ένα επίγραμμα, από το οποίο συμπεραίνεται ότι ο Θ. ασχολήθηκε ερασιτεχνικά και με τη δραματική ποίηση χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, καθώς η ποίησή του δεν ήταν αρεστή στον λαό. Από τα επιγράμματά του, δύο, ένα στον Κράντορα και ένα στον Πυθαγόρα, έχουν διασωθεί σε κείμενα του Διογένη του Λαέρτιου, ενώ τέσσερα σώζονται στην Παλατινή Ανθολογία.
* * *
θεαίτητος, -ον (Α)
1. (ως ερμηνεία τού ον. τού Σαμουήλ) αυτός που ζητήθηκε και δόθηκε από τον θεό
2. (στον Πλάτ. ως κύριο όν.) Θεαίτητος
τίτλος ενός διαλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θε- (βλ. θεο-) + αιτώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Θεαίτητος — obtained from God masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεαίτητος — obtained from God masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεαίτητον — θεαίτητος obtained from God masc/fem acc sg θεαίτητος obtained from God neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεαιτήτου — Θεαίτητος obtained from God masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεαιτήτου — θεαίτητος obtained from God masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεαιτήτῳ — Θεαίτητος obtained from God masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεαιτήτῳ — θεαίτητος obtained from God masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεαίτητε — Θεαίτητος obtained from God masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεαίτητε — θεαίτητος obtained from God masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεαίτητον — Θεαίτητος obtained from God masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”